καθίζω

καθίζω
(AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω)
(μτβ.)
1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε απέναντι μου και συζητήσαμε» β. «κάθιζ' ἐπὶ κώπην», Αριστοφ.)
3. διαμένω, παραμένω (α. «κάθισε λίγο ακόμα μαζί μας» β. «κάθισε τρία χρόνια στην επαρχία» γ. «καὶ ἐκάθισαν oἱ ἄρχοντες τοῡ λαοῡ ἐν Ἱερουσαλήμ», ΠΔ)
4. (για πλοία) (αμτβ.) προσαράζω («ἐπιγενομένης ἀμπώτεως και καθισάντων τῶν πλοίων», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. α) «θα τόν καθίσω στο σκαμνί» — θα τού κάνω μήνυση και θα τόν φέρω ως κατηγορούμενο στο δικαστήριο
β) «καθίζω πλοίο»
(μτβ.) οδηγώ πλοίο σε αμμώδη και αβαθή μέρη ώστε να συρθεί πάνω στην άμμο, τό ρίχνω στα ρηχά
γ) (αμτβ.) «το πλοίο κάθισε» — προσάραξε, έπεσε έξω, κάθισε στα ρηχά
νεοελλ.-μσν.
(με υποκ. τις λέξεις ήλιος ή φεγγάρι) δύω, βασιλεύω
μσν.
1. βασιλεύω, κυβερνώ
2. πολιορκώ
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ καθιζόμενον
το σύνολο τών κατοίκων τής γης
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθισμένος, -η, -ον
κατοικημένος
5. (αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)
ὁ καθισμένος, ή καθισμένη
ο, η κάτοικος
(μσν.-αρχ.)
1. εγκαθιστώ, αποστέλλω κάποιον, τοποθετώ κάπου («εις χωρίον... καθίσαι χωρίς μέν τούς οπλίτας, χωρίς δέ τούς ιππέας», Πλάτ.)
2. ορίζω, διορίζω, αναδεικνύω («κάτισον τών δορυφόρων επί πάσῃσι τῄσι πύλῃσι φυλάκους», Ηρόδ.)
3. συγκαλώ σε σύνοδο, μαζεύω, συναθροίζω («ήν μή τό δικαστήριον άρχων καθίσῃ νύν», Αριστοφ.)
4. εγκαθίσταμαι, στρατοπεδεύω («εις καθίσας όθεν...», Θουκ.)
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ιδρύω, στήνω («ανδριάντα κάθεσσαν», Πίνδ.)
2. θεσπίζω, ιδρύω, δημιουργώ («δικαστήριον καθίσαντας ανδρών», Πλάτ.)
3. οδηγώ κάποιον σε ορισμένη ψυχική κατάσταση, κάνω να... («εάν μέν κλαίοντας αυτούς καθίσω, αυτός γελάσομαι», Πλάτ.)
4. λαμβάνω θέση ως δικαστής, κάθομαι να δικάσω («ούτε κατίζειν έτι ήθελε ένθα περ πρότερον προκατίζων εδίκαζε», Ηρόδ.)
5. μέσ. καθίζομαι
λαμβάνω θέση («εις τόν αυτόν θάκον καθίζοιτο», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι». Βλ. και κάθομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθίζω — καθίζω, κάθισα, καθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η μτχ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθίζω — aB* pres ind act 1st sg καθίζω aB* pres subj act 1st sg καθίζω aB* pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζω — κάθισα, καθισμένος 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει, τον τοποθετώ: Με κάθισε δίπλα του. 2. κάθομαι: Κάθισε κάτω και μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίζεσθε — καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθί̱ζεσθε , καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl καθίζω aB* pres imperat mp 2nd pl καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζετε — καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθί̱ζετε , καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl καθίζω aB* pres imperat act 2nd pl καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζομεν — καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθί̱ζομεν , καθίζω aB* imperf ind act 1st pl καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζει — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζῃ — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίξω — καθίζω aB* fut ind act 1st sg καθί̱ξω , καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (doric) καθίζω aB* aor subj act 1st sg (doric) καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσαντα — καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”